- κατανθίζω
- κατανθίζω (Α)στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανθεμώ — κατανθεμῶ, όω (AM) κατανθίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ανθεμῶ (< ἄνθεμον), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] … Dictionary of Greek